- πεμπεβόηος
- πεμπεβόηος, ον,A made of five ox-hides,
σάμβαλα Sapph.98
(πενταβόεια codd. Heph.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σάμβαλα Sapph.98
(πενταβόεια codd. Heph.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεμπεβόηος — ον, Α (αιολ. τ.) βλ. πεντεβόειος … Dictionary of Greek
πεμπεβόηα — πεμπεβόηος made of five ox hides neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντεβόειος — και αιολ. τ. πεμπεβόηος, ον, Α αυτός που έχει κατασκευαστεί από πέντε βοδινά δέρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε (βλ. πεντα ) + βόειος (< βοῦς), πρβλ. τετρα βόειος] … Dictionary of Greek